- τίμημα
- τίμημαhonouringneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίμημα — το, ΝΜΑ [τιμῶ] νεοελλ. 1. το αντίτιμο, το χρηματικό ποσό με το οποίο τιμάται ένα πράγμα 2. το αντάλλαγμα για την απόκτηση ή τη διατήρηση ενός αγαθού, το κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος μιας στάσης ή μιας ενέργειας («το τίμημα για την ανάκτηση τής … Dictionary of Greek
τίμημα — το, ατος 1. το αντίτιμο, η αγοραστική αξία. 2. υπολογισμός της αξίας: Αυτό ήταν το τίμημα για τις υπηρεσίες μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τίμημ' — τίμημα , τίμημα honouring neut nom/voc/acc sg τί̱μημι , τιμάω honour pres ind act 1st sg τί̱μημαι , τιμάω honour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тимема — • Τίμημα, см. Φυλή, Фила, 6; Πρόσοδοι Доходы государства, Ι, 7, 11; Iudicium, Судопроизводство, 15; и Πολιτει̃αι, Правления формы, 8 … Реальный словарь классических древностей
τιμημάτων — τίμημα honouring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήμασι — τίμημα honouring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήμασιν — τίμημα honouring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήματα — τίμημα honouring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήματι — τίμημα honouring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήματος — τίμημα honouring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)